- ὑποκερχαλέος
- ὑποκερχᾰλέος or [suff] ὑποκεν-κερχνᾰλέος, α, ον,A with a rattle in the throat, Hp.Epid.7.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποκερχαλέος — και ὑποκερχναλέος, α, ον, Α λίγο βραχνός· [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κερχαλέος / κερχναλέος «σκληρός, ξηρός, τραχύς»] … Dictionary of Greek